Αν υπάρχει παράδεισος ο Μάουρο είναι εκεί.
03 Δεκεμβρίου 2021Της Μικέλας Χαρτουλάρη
Αλλά η γειτονιά μας έχει χάσει ένα σημείο αναφοράς, κι ο Βαγγέλης τον πιο καλό του φίλο. Ο Βαγγέλης και ο Μάουρο ήταν αχώριστοι. Από τότε που ο Βαγγέλης άνοιξε το βιντεοκλαμπ-στέκι. Κι όταν υποχρεώθηκε να το κλείσει, κι όταν έμεινε άνεργος, κι όταν ήταν φιλοξενούμενος εδώ κι εκεί χωρίς δεκάρα τσακιστή, παρέμειναν αυτοκόλλητοι, κι ο Μάουρο πάντα είχε ένα πιάτο φαϊ. Ο Βαγγέλης όχι.
Μια φορά, πέρσι; πρόπερσι; ένας φίλος πρόσφερε στον Βαγγέλη έναν χώρο για να μένουν. Μετακόμισαν εκεί, ήταν στεγνά, προστατευμένα, με νερό τρεχούμενο. Αλλά ο Μάουρο αρνιόταν να φάει, αρνιόταν να βολευτεί. Ο Βαγγέλης είπε ευχαριστώ, άφησε το σπίτι και επέστρεψε στην επισφάλεια της γνώριμης γειτονιάς τους. Για τον Μάουρο.
Και τα μάτια του Βαγγέλη ξανάγιναν γελαστά, και ξαναβρήκε τον σαρκαστικό και αυτοσαρκαστικό τόνο του, κι άρχισε να παίζει σκάκι με τον Σπύρο, παρακολουθώντας πάντα με την άκρη του ματιού του τον Μάουρο.
Τον τελευταίο χρόνο τον κουβαλούσε στα χέρια όταν ήταν να πάρουν την ανηφόρα για το σπίτι, τα πρωινά ξυπνούσε χαράματα για τον Μάουρο, στην πλατειούλα πίσω από το περίπτερο του Σταύρου και της Μαρίας, τού έστρωνε μια κουβέρτα. Για τα δέκατα έκτα γεννέθλιά του, έφτιαξαν γύρω του μια καρδιά από μπύρες. Όλοι κάτι είχαν να πουν για τον Μάουρο. Σαν να μας προκαλούσε να ανασύρουμε από μέσα μας κάτι καταχωνιασμένο που έμοιαζε με νοιάξιμο, με αλληλεγγύη, με κοινές εμπειρίες, με συλλογικές ανησυχίες, με σχολικά καλαμπούρια, με φιλία, με τρυφερότητα, με κοινότητα. Καμία σχέση με όσα κανιβαλικά, κυνικά, αυτάρεσκα, κούφια και άκαρδα κατακλύζουν την καθημερινότητά μας.
Ο Μάουρο μας έκανε καλύτερους ανθρώπους.