Εκείνοι οι αφηνιασμένοι Ναπολιτάνοι τα είπαν όλα για τον θεόθεν αλήτη της Αργεντινής.
13 Δεκεμβρίου 2020Του Γιάννη Τριάντη
Τα είπαν στους νεκρούς σε μια έξαρση μεταφυσικής παραφοράς: «Δεν φαντάζεστε τι χάνετε». Εννοούσαν, κρίμα που δεν ζείτε για να δείτε τον Ντιέγκο Μαραντόνα… Εκείνοι. Οι ποιητές της εξέδρας, τα «τσογλάνια» που ψάχνουν θεούς σε ρηχές κοίτες και στα σύννεφα, εκείνοι - γήπεδο, καφέ και τράκα ζωή- που ζητάνε από κάπου να πιαστούν, παρίες, φτωχοδιάβολοι και καταφρονεμένοι της γκρίζας Νάπολης και της υφηλίου-τέτοιος δεν ήταν ο Ντιεγκίτο όταν δοκίμαζε τα γυμνά του πόδια στα σκούρα νερά της γειτονιάς του και ανακάλυψε ότι μπορεί να κάνει θαύματα στο υπέροχο τσίρκο της μπάλας;
Ασε, λοιπόν, τον σεβάσμιο Γκαλεάνο και τους προικισμένους γραφιάδες που ύμνησαν εν ζωή και μετά θάνατον τον Ντιέγκο Μαραντόνα. Κι ας δούμε τι θα έβλεπαν αν ζούσαν οι άτυχοι του νεκροταφείου και τι ευτύχησαν να δούν όσοι πρόλαβαν να χαρούν τις χορογραφίες και τα φάλτσα του σολίστα Αργεντίνου.
Όχι, μωρέ. Δεν θα έβλεπαν μονάχα τα μάτια του να γυαλίζουν από την κόκα, όπως στενόκαρδα και μυωπικά έγραψε κάποιος. Ούτε πως ήταν κολλητός με τους μαφιόζους, γυναικάς, ανεύθυνος, χρηματοθήρας που διαφήμιζε την Κόκα Κόλα και τα Μακ Ντόναλντς, αστέρας που ζούσε στον δικό του χρυσοποίκιλτο ουρανό.
Ναι, τα ήξεραν αυτά. Τα ξέρουμε. Όπως και τα άλλα, τα αντίθετα, τα κόκκινα της φωτιάς, εικονίσματα στο μπράτσο και στην καρδιά του, αυτά που ήταν το καύσιμο της Γκράνμα όταν αποβίβαζε στην Κούβα τους αποφασισμένους που άλλαξαν τη μοίρα του μπορντέλου.
Κάτι ιδεολογικές σακαράκες που ποζάρουν σαν παγώνια και νομίζουν πως είναι οι Ρολς Ρόις του πνεύματος, χώρισαν στα δυό τον Μαραντόνα και ανέδειξαν μοναχά τα γκρίζα. Ετσι προστάζει ο καθωσπρεπισμός και ο τσιγκούνης συντηρητισμός. Ετσι αποφαίνεται η αδυναμία ενίων ειδημόνων να δούν το όλον της ανθρώπινης ύπαρξης και να σταθούν με σεβασμό μπροστά στα πάθη των ανθρώπων.
Αλλά και οι απέναντι δεν πήγαν πίσω. Εμειναν μονάχα στον Τσέ και στον Φιντέλ, στους καημούς της λασπωμένης γειτονιάς που οπλίζει εξεγερμένες συνειδήσεις και στη γλώσσα που έβγαζε ο Μαραντόνα στους ισχυρούς.
Όμως ο Ντιέγκο Αρμάντο Μαραντόνα ήταν κάτι περισσότερο από αυτό που θέλουν οι βολικές ταξινομήσεις.
Ηταν όλα μαζί: θρήσκος, οικογενειάρχης, πατριώτης, αριστερός, πάναγνος, αμαρτωλός, στόφα και φάλτσα μαζί.
Είχε τις χάρες του ταλέντου και την μοίρα των εξ-αιρετικών που ζούν τον ίλιγγο της δόξας: όσο πιο σπάνια η δωρεά από τη φύση, τόσο πιο μεγάλη η πιθανότητα να καούν στις φλόγες μιας παθιασμένης ζωής.
Ετσι δεν συνέβη με αρκετούς μεγάλους της λογοτεχνίας και του πνεύματος που έγιναν παρανάλωμα στην κόλαση των ψυχιατρείων και της μοναξιάς; Το ίδιο δεν είδαμε να συμβαίνει με τον άλλο μεγάλο άσωτο της υφηλίου, τον Τζώρτζ Μπέστ;
Όπως και ο Ντιέγκο, ο μέγας Ιρλανδός αναζητούσε με πάθος καταιγισμούς φωτός μέσα στις νύχτες της φρενήρους ζωής του-πότης, εραστής, αυτοκαταστροφικός, που έσκιζε τις οδηγίες των γιατρών και τον εύρισκαν το πρωί λιπόθυμο στις αγκαλιές των κοριτσιών και στις πύλες του θανάτου…
Μια παρένθεση εδώ, μιας και βηματίσαμε στην επικράτεια των γυναικών: Υπάρχει ένα άλυτο μυστήριο σχετικά με τον Ντιέγκο Αρμάντο Μαραντόνα. Πως είναι δυνατόν οι γυναίκες που παντρεύτηκε να υπολείπονται σε ομορφιά από τις άλλες, τις μάγισσες, τις κουκλάρες που γέμιζαν τις νύχτες του…
Τέλος πάντων, όταν βγήκε άγουρος στην αρένα της ζωής, ο Μαραντόνα ήταν οπαδός του συντηρητικού Μένεμ, προέδρου της Αργεντινής. Γρήγορα όμως κατάλαβε πως παίζεται το παιχνίδι. Μέσα του ένα φουσκωμένο ποτάμι παράπονα και λογχοφόρα «γιατί». Κι από τότε, ασίγαστος ο πόθος του να γλυκάνει το ψωμί των καταφρονεμένων.
Όχι μονάχα με ντρίμπλες περιωπής, αλλά με γενναίες επελάσεις στην μικρή περιοχή ενός συστήματος που τον ήθελε δικό του. Ε, ο Μαραντόνα ποτέ δεν έγινε δικός τους. Ποτέ δεν λιβάνισε τους ισχυρούς, ποτέ δεν τους προσκύνησε, πότε δεν έγινε μέλος της αυλής τους κι ας είχε κι αυτός Φεράρι, Ρόλεξ, σαμπάνιες και χρυσούς λογαριασμούς.
Πάμπλουτος λαϊκιστής που ντυνόταν λαϊκός για να κολακεύσει τους πληβείους, όπως έγραψε μια δική μας ξυνισμένη πένα; Τι λές, παιδάκι μου; Ο Ντιέγκο θα μπορούσε να ζεί στον κόσμο του, να εισπράττει εγκώμια από πλανητάρχες και μεγαλέμπορους του καθεστωτικού συντηρητισμού και να μην δίνει δεκάρα για φαβέλες, προλετάριους και για τα αχ των ταπεινών.
Ναι, κυκλοφορούσε στα σαλόνια τους. Ηξερε πως εκμεταλλεύονται τη φήμη του και γι αυτό τον χρυσοπληρώνουν, αλλά ποτέ δεν έγινε Πελέ και Μπεκενμπάουερ. Ποτέ, τσιράκι κανενός. Εμεινε ο Ντιέγκο του Τσε και του Φιντέλ, ο καπετάνιος των κολασμένων και των ανωνύμων, ο επώνυμος της εναντιοδρομίας.
Κι όμως, ο Μαραντόνα δεν ήταν ένας από μας.
Εμείς-οι περισσότεροι- δεν παίρνουμε στροφές με χίλια στο κοντέρ, κινδυνεύοντας να γίνουμε κομμάτια, εμείς δεν κλαίμε στις οθόνες δείχνοντας γυμνό το πληγωμένο είναι μας και δεν εκθέτουμε τον τοξινωμένο εαυτό μας στην εξέδρα αδιαφορώντας για την εικόνα μας.
Ο Ντιέγκο το έκανε. Δάκρυζε, σάρκαζε, παραδεχόταν το εύτρωτον του εαυτού του, ομολογούσε τα πάθη του και δεν έκρυβε τους διχασμούς και τις ρωγμές του, αυτά τα στολίδια που διαθέτουν εκ γενετής οι χαρισματικοί, οι μεγάλοι αντιφατικοί…
Υ.Γ. (1) Υπάρχει ένα συγκλονιστικό ποίημα που έγραψε για τον Μαραντόνα ο σπουδαίος ποιητής και αείμνηστος φίλος, Ηλίας Λάγιος. Ψάξτε το.
Υ.Γ (2) Ετούτο το κείμενο θα περιληφθεί στο υπο έκδοσιν βιβλίο του γράφοντος για την μπάλα.
(To κείμενο αυτό δημοσιεύτηκε στο πολύ καλό περιοδικό που έβγαλε το Documento, σε επιμέλεια Αντώνη Φουντή, για τον Ντιέγκο Μαραντόνα)