Ο Στάθης Τσαγκαρουσιάνος προχωρά στο Lifo σε έναν πρόχειρο απολογισμό για την κατάσταση των ελληνικών ΜΜΕ.
20 Δεκεμβρίου 2018Κάνοντας έναν πρόχειρο απολογισμό για την κατάσταση των media το 2018, επιτρέψτε μου να κλάψω λίγο το μακαρίτη (πριν τον θάψουμε). Από πολλές απόψεις, η χρονιά αυτή συσπείρωσε τα αντίπαλα στρατόπεδα, αποδεκάτισε τα ρομαντικά παιδιά που νόμιζαν ότι το ίντερνετ είναι κρασί, ρόδα κι επανάσταση, και προσχεδίασε τις μάχες του μέλλοντος― που θα είναι πολλές.
Αρχικά, έληξε η λυκοφιλία των media με τις πλατφόρμες που τα μοίραζαν. Facebook και Google μαζεύουν όλο το χρήμα της διαφήμισης, έχοντας ημιπαράνομα υποκλέψει τα προσωπικά δεδομένα σχεδόν κάθε ανθρώπινου πλάσματος. Αυτό δεν παλεύεται, με όλα τα GDPR του κόσμου. Η μάχη έχει αρχίσει και θα είναι ανηλεής.
Μοναδικό όπλο των media απομένει εκείνο που αρχικά τα δημιούργησε: το περιεχόμενο. Υπό μια προϋπόθεση: ότι ο κόσμος θα θέλει να το αγοράσει (ή έστω να το στηρίξει με εισφορές). Έ
ξω, που τα παραδοσιακά media είχαν αντοχές, διορατικότητα και λίπος να κάψουν, έχουν πλέον υπολογίσιμη βάση συνδρομητών και αντεπεξέρχονται στην πειρατεία των πλατφορμών. Ζουν κατά ένα σημαντικό βαθμό (που αυξάνει) από τους αναγνώστες τους. Παράλληλα αναφύονται νέου τύπου μέσα, τόσο έγκυρα και ανεξάρτητα (Correspondent) που σε σύντομο σχετικά διάστημα μαζεύουν 2,6 εκατομμύρια δολάρια από 45 χιλιάδες ιδρυτικά μέλη!
Μοναδικό όπλο των media απομένει εκείνο που αρχικά τα δημιούργησε: το περιεχόμενο. Υπό μια προϋπόθεση: ότι ο κόσμος θα θέλει να το αγοράσει (ή έστω να το στηρίξει με εισφορές). Πράγμα που στην Ελλάδα δεν θα συμβεί, αν τα media παραμείνουν ως έχουν. Τα υπόλοιπα μέσα (μικρά και μικρομεσαία) που γεννήθηκαν στην έκρηξη της ψηφιακής επικοινωνίας, στηρίχτηκαν στα social media και δημιούργησαν ένα υβρίδιο δημοσιογραφίας και διασκέδασης, θα αντιμετωπίσουν μεγάλες δυσκολίες. Ειδικά αν απευθύνονται σε κοινά ή χώρες που δεν έχουν κουλτούρα συνδρομών.
Στην καλύτερη περίπτωση θα γίνουν ευπειθείς Φιλιππινέζες διαφημιστών που βαριούνται να δουλέψουν, μεταλλασσόμενα σε ένα ξέφραγο publi με ολίγη από ύλη, για ξεκάρφωμα. Ή θα φυτοζωούν απ' τα google ads. Η Ελλάδα είναι η πλέον εκτεθειμένη χώρα σε αυτόν τον κίνδυνο, και άλλες, γενικευμένες δυσπραγίες για τρεις συγκεκριμένους λόγους.
Πρώτον. Οι παραδοσιακές ελληνικές εφημερίδες που πρώτες θα μπορούσαν να μπουν στο ίντερνετ και πρώτες να ζητήσουν συνδρομή (όταν ακόμη είχαν πλούσιο περιεχόμενο), είτε το έκαναν με τραγική καθυστέρηση (Καθημερινή), είτε το έκαναν μπερδεμένα και αλαζονικά (ΔΟΛ- Ήλιος κιόσκι- wtf!), είτε δεν χρέωναν αψυχολογήτως τίποτε (Ελευθεροτυπία), διότι θεωρούσαν το ίντερνετ εξωτικό κράχτη του εντύπου. Έτσι ο Έλληνας έμαθε (και πίστεψε) ότι το δημοσιογραφικό περιεχόμενο του ίντερνετ είναι δωρεάν. Πράγμα που δύσκολα αλλάζει. Γιατί στο μεταξύ, η κρίση αδυνάτισε και το περιεχόμενο των εφημερίδων και το πορτοφόλι των αναγνωστών. Σήμερα, ας το παραδεχτούμε, κανένα πακέτο δημοσιογραφίας δεν είναι στην Ελλάδα τόσο ελκυστικό και ακαταμάχητο για να το πληρώσεις. Ήρθαν τέλος, τα social media, που πρόσκαιρα δημιούργησαν την εντύπωση ότι μπορούν να υποκαταστήσουν την δημοσιογραφία ― με τα γνωστά τραγελαφικά αποτελέσματα.
Δεύτερον. Τα παραδοσιακά μέσα ήταν εν πολλοίς διαπλεκόμενες (πολύ διαπλεκόμενες) φούσκες και κατέρρευσαν υπό το βάρος των αμαρτιών τους. Ήταν επόμενο να αποκαλυφθούν στη λαίλαπα της κρίσης (ή να απομείνουν σκιές του εαυτού τους), αλλά υπάρχει μια σοβαρή παράπλευρη απώλεια: Μετά και την μετάλλαξη του ΔΟΛ, σήμερα δεν υπάρχει στην Ελλάδα δημοσιογραφική μνήμη, παράδοση και συνέχεια. Στο χειμαδιό, αναφύονται εκατοντάδες αγγιτάτορες, σωτήρες, ψευδοπροφήτες κ.λπ. που θέλουν να μας σώσουν ή να μας δείρουν (ανάλογα με τα απωθημένα τους)― όσο πιο καταγγελτικό το κήρυγμά τους, τόσο πιο παταγώδης η πτώση τους. Ένα είναι το σίγουρο: δεν κλείνουν καμιά τρύπα, ούτε κάτι καινούριο λένε. Κάνουν το τζέρτζελό τους, αρπάζουν ό,τι μπορούν (καμιά θεσούλα συνήθως) κι εξαφανίζονται. Στο χειμαδιό, αναφύονται εκατοντάδες αγκιτάτορες, σωτήρες, ψευδοπροφήτες κ.λπ. που θέλουν να μάς σώσουν ή να μας δείρουν (ανάλογα με τα απωθημένα τους)― όσο πιο καταγγελτικό το κήρυγμά τους, τόσο πιο παταγώδης η πτώση τους. Ένα είναι το σίγουρο: δεν κλείνουν καμιά τρύπα, ούτε κάτι καινούριο λένε. Κάνουν το τζέρτζελό τους, αρπάζουν ό,τι μπορούν (καμιά θεσούλα συνήθως) κι εξαφανίζονται. Ουδέποτε υπήρξαν αληθινοί δημοσιογράφοι.
Τρίτον. Ήτανε στραβό το κλήμα, το 'φαγαν και τα κόμματα. Τόσο προεκλογικά, με ένα στρατό από επαναστατικά τρολ που βυσσοδομούσαν καθημερινώς στο fb και το twitter, όσο και ως κυβέρνηση με υπουργούς που βρίζουν σα μεθυσμένοι, στοχοποιώντας media και δημοσιογράφους, ο Σύριζα μεθοδικά ενστάλαξε στον κόσμο το πιο μαύρο μίσος για τα media, ώστε κατέληξε να τους βάζει βόμβες και να τους σπάει τα τζάμια- πόσω μάλλον να τα πληρώνει. Είχε ασφαλώς λόγο να το κάνει (τη διαπλοκή που λέγαμε), αλλά το έκανε τόσο ανεύθυνα και ανεξέλεγκτα, καίγοντας τα χλωρά μαζί με τα ξερά, που άφησε ένα τοπίο άδειο, όπου δεν εμπιστεύεται πια κανείς κανέναν. Σε αυτό το τοπίο, ορισμένοι, ελάχιστοι, καταφέρουν να αναπτυχθούν ακηδεμόνευτοι.