Το πρώτο πράγµα που έκανε ο πατέρας µου τα πρωινά της Κυριακής ήταν να ανοίγει το ραδιοφωνάκι του.
12 Φεβρουαρίου 2023
Του Θωμά Σίδερη
Καθόταν στην αυλή µας, έπινε τον σεκερλή του –σκέτο πετιµέζι τον έπινε ο μπαµπάς µου τον καφέ του– και άκουγε από τα βραχέα Καζαντζίδη. Σιγανά, σαν µακρόσυρτο µοιρολόι που ερχόταν απ’ τα παλιά, σαν παράπονο που σερνόταν στα στενοσόκακα της γειτονιάς µας. Μια γειτονιά από πρόσφυγες, οι περισσότεροι Ίωνες αλλά και Πόντιοι. Η Ματίνα από τα Βουρλά και ο άντρας της ο Αντώνης από το Μελί… στην αυλή τους µέσα µεγάλωσα. Αργότερα ήρθαν και εσωτερικοί µετανάστες για να δουλέψουν στα εργοστάσια: στα µηχανουργεία, στον Κούπα και αλλού, στο γυαλάδικο, στο γυψάδικο.
Καθώς η µέρα προχωρούσε και η γειτονιά µας ξυπνούσε, διάφοροι ήχοι από τα τρανζιστοράκια των γειτόνων µας γλιστρούσαν από τα πατζούρια και ξεχύνονταν στις προσφυγικές αυλές. Από αλλού άκουγες «Σώµα και αίµα Χριστού εις άφεσιν αµαρτιών και εις ζωήν αιώνιον» και από αλλού «µας πήγανε πλημμέλημα επί διαταράξει, µα όλα τα µητρώα µας τα βρήκανε εντάξει». Οι περισσότεροι δηµοκράτες µε φάκελο στην Ασφάλεια έδωσαν µάχη για να σωθεί το χαµόσπιτό τους στη µάχη της παράγκας. Η Πιπίνα έλεγε ότι «για όλα φταίνε η ΕΡΕ και ο Καραµανλής» αλλά εγώ, παιδάκι τότε, δεν σκάµπαζα γρι. Χρόνια αργότερα κατάλαβα ότι η παράγκα για τους πρόσφυγες ήταν η πατρίδα τους· η «πατρίδα της παράγκας» και η κεραία από το ραδιοφωνάκι µας η κλωστή που ένωνε την παράγκα µε το σύµπαν.
Ο πατέρας πήγε κάποτε και αγόρασε ένα ραδιόφωνο παγκοσµίου λήψης. Η µάνα τον µάλωσε, ξόδεψε ένα σωρό λεφτά για το τίποτε· την καταλάβαινα, η φαµελιά µας είχε µεγάλα οικονοµικά ζόρια και ο πατέρας τραβούσε µεγάλο κουπί. «Εµείς δεν παίρνουµε κοµµουνιστές στο ναυπηγείο» – η µόνιµη επωδός. Αλλά ο πατέρας στον στρατό έκανε ένα σωρό φιλίες: άλλος από τας Σέρρας, το ∆εµίρ Ισάρ, άλλος από τα Πετρωτά του Εβρου και άλλος από το ∆οξάτο της ∆ράµας. Ολοι έφυγαν για τη Γερµανία το ’60 µε το Acropolis Express. Ο πατέρας λοιπόν ζούσε µε την ελπίδα ότι εκτός από το µεροκάµατο που θα έβρισκε από ∆ευτέρα, θα µάθαινε κάποτε νέα για τους παλιούς στρατιώτες από εκείνο το Τάγµα Ανεπιθύµητων στην Ορεστιάδα.
Το ραδιόφωνο παγκοσµίου λήψης µου κίνησε εξαρχής το ενδιαφέρον. Ήταν µεγάλο και βαρύ και ακόµη και ο πατέρας το έπαιρνε αγκαλιά για να το βγάλει στην αυλή τις Κυριακές. Τις υπόλοιπες µέρες της εβδοµάδας ήταν ακουµπισµένο πάνω στο σκρίνιο µε τα τροµαχτικά πόδια λιονταριού, προίκα της γιαγιάς της Αργυρώς όταν παντρεύτηκε τον παππού τον Νίκο. Τον πρώτο καιρό το παρατηρούσα από απόσταση, µετά αποφάσισα να πέσω µε τα µούτρα στην εξερεύνηση. Είχε τέσσερις ροδέλες, τόσο µεγάλες που δεν χωρούσαν στη χούφτα µου. Ενα κουµπί µεταξύ πρώτης και δεύτερης ροδέλας δεν γύριζε µε τίποτε, όση δύναµη κι αν έβαζα. Ο πατέρας µε µάλωσε, «αυτό δεν είναι παιχνίδι!» και εγώ θυµωµένος του είπα «η Πιπίνα έχει καλύτερο ραδιόφωνο από σένα».
Όσο όµως κι αν προσπαθώ να θυµηθώ, δεν φέρνω στον νου µου ραδιόφωνο στο σπίτι της Πιπίνας. Και το σπίτι της το ήξερα καλά γιατί µε φώναζε κάθε µήνα και της έκανα ποδαρικό. ∆εν ξέρω γιατί φώναζε µόνο εµένα και όχι κάποιο άλλο παιδί ούτε µου είπε ποτέ γιατί νόµιζε πως έχω γούρικο πόδι. Αλλά αυτό που θυµάµαι καλά είναι ότι η Πιπίνα ήταν ένα ραδιόφωνο από µόνη της. «Τον Βαγγελάκη τον Παπάζογλου τον ξέρεις µπρε;». Εγώ κουνούσα το κεφάλι µε απορία. «Και αυτό το κορίτσι, την Αγγέλα, όλο λέω πως θα πάω να τη δω και τίποτε. Να, εδώ πιο κάτω µένει, Θωµά, στα Ασπρα Χώµατα». Τι ήταν τα Ασπρα Χώµατα; Ποια ήταν η Αγγέλα; Τι ήταν όλα αυτά τα ακαταλαβίστικα; Υστερα η Πιπίνα άρχιζε το τραγούδι και ξεσήκωνε όλη τη γειτονιά. Και άµα άρχιζε, δεν σταµατούσε µε τίποτε. «Βάλε µε στην αγκαλιά σου µπρε, βάλε µε στην αγκαλιά σου, βάλε µε στην αγκαλιά σου για να κοιµηθώ κοντά σου…». Και άρχιζε η Πιπίνα τον χορό, µε ’παιρνε και µένα από το χέρι και µπερδεύονταν τα βήµατά µου στα δικά της, µας έβλεπε ο άντρας της ο Παναγιωτάκης, µου ’κλεινε το µάτι και κουνούσε το κεφάλι: «Πάει αυτή, αποτρελάθηκε». Ο Παναγιωτάκης ήταν κινηµατογραφιστής και είχε µια κάµερα 16 χιλιοστών. Από αυτόν έµαθα να τραβάω σε super 8. Αλλά αυτό είναι άλλη ιστορία.
«Σώπα καλέ µια στιγµή» πρόγκηξε ο Παναγιωτάκης την Πιπίνα. «Θωµά, φωνάζει η µάνα σου να πας να φας». Ορµησα χωρίς δεύτερη κουβέντα έξω. Αλλά η Πιπίνα τον χαβά της. Ολο το σοκάκι γέµιζε πια µε τη φωνή της. «Βάλε µ’ από το πορτί σου µπρε, βάλε µ’ από το πορτί σου, βάλε µ’ από το πορτί σου για να κοιµηθώ µαζί σου». Για µια στιγµή γύρισα το κεφάλι και κοίταξα από το ανοιχτό πατζούρι. Η Πιπίνα συνέχιζε να τραγουδά χαϊδεύοντας το κεφάλι του Παναγιωτάκη και ο Παναγιωτάκης στην αγκαλιά της να κλαίει µε αναφιλητά. «Γιατί έκλαιγε ο καηµένος ο Παναγιωτάκης;». Πρώτη φορά στη ζωή µου έβλεπα να κλαίει µεγάλος άντρας.
Όταν γύρισα σπίτι ο πατέρας γκρίνιαζε στη µάνα µου. «Τι σ’ έπιασε σήµερα κι έστρωσες τόσο νωρίς τραπέζι; Εγώ δεν έρχοµαι. Φάτε µόνοι σας. Τώρα ξεκινά ο “Ταχυδρόµος” στον ραδιοφωνικό σταθµό της Βουδαπέστης». Η µάνα µου κάτι ψέλλισε και µπήκε ξανά µέσα. «Ποιος είναι αυτός ο ταχυδρόµος;» τον ρώτησα. «Αν δεν πεινάς, κάτσε ν’ ακούσεις». Πήρα µια ψάθινη καρέκλα, την έβαλα στην άλλη πλευρά του τραπεζιού και κόλλησα το αυτί µου στην πλαϊνή πλευρά του ραδιοφώνου παγκοσµίου λήψης. Ο βόµβος του µου γαργαλούσε το αυτί αλλά ένιωθα µια απέραντη ηδονική ευχαρίστηση. Πίσω από τα παράσιτα και τους βρυχηθμούς των βραχέων µπορούσα να ακούω άγνωστες φωνές από την άλλη άκρη του σύµπαντος. Η παράγκα µας ταξίδευε ήδη στον ουρανό.
«Ακούτε τον ραδιοφωνικό σταθµό Βουδαπέστης. Στη συνέχεια της εκποµπής µας µεταδίδουµε το τακτικό γραµµατοκιβώτιο µε τον ταχυδρόµο σας Ίστβαν Μόλναρ στο µικρόφωνο… Αγαπητοί µου φίλοι και φίλες, καλησπέρα σας. Αρχίζουµε µε το δικό σου γράµµα, φίλε µας Απόστολε Καραγιάννη από το δυτικό Βερολίνο, για να σου ευχηθώ πριν απ’ όλα καλό ταξίδι και εκπλήρωση των προσδοκιών σου για την καλή αποκατάστασή σου στην πατρίδα. “Είµαι δώδεκα χρόνια στο δυτικό Βερολίνο” γράφεις, “και αποφάσισα να επιστρέψω στην πατρίδα µια και τα πράγµατα εκεί σε ό,τι αφορά την πολιτική κατάσταση έχουν καλυτερέψει”. Χαίροµαι, φίλε Αποστόλη, που για σένα θα τελειώσουν πια τα βάσανα της ξενιτιάς. […] Και τώρα ακούστε το τραγούδι “Χίλιες ξενιτιές”».
Τότε κατάλαβα ότι η ξενιτιά δεν είναι µία, αλλά τουλάχιστον χίλιες. Ίσως γι’ αυτό ο πατέρας δεν άκουσε ποτέ τίποτε για όλους εκείνους τους παλιούς φαντάρους της Ορεστιάδας. Ωστόσο πάντα ζούσε µε την ελπίδα πως θ’ ακούσει κάτι. Έτσι, από τότε που µπήκαν το ραδιόφωνο παγκοσµίου λήψης και ο «Ταχυδρόµος» του ραδιοφωνικού σταθµού Βουδαπέστης στη ζωή µας το τραπέζι η µάνα το έστρωνε πάντα πιο αργά. Ακόµη κι όταν ο πατέρας δεν έκανε κανένα µεροκάµατο την εβδοµάδα, η µάνα έστρωνε στην εντέλεια το τραπέζι και κοιτούσε από το παράθυρο της κουζίνας τον πατέρα να ακροβατεί πάνω στο σχοινί που ένωνε την παράγκα µας µε το σύµπαν.