Το πρώτο τεύχος κυκλοφορεί σήμερα με την «Εφημερίδα των Συντακτών» με μία μεγάλη αποκλειστικότητα.
27 Νοεμβρίου 2021Τη συνάντηση από κοντά του Παύλου Παυλίδη και του ΛΕΞ. Ενας εκπρόσωπος του ροκ (και όχι μόνο μια και είναι πολλά περισσότερα) κι ένας εκπρόσωπος του χιπ χοπ συναντώνται για πρώτη φορά. Δύο μεγάλα ονόματα της μουσικής στην Ελλάδα, αληθινοί ήρωες στο είδος τους, διαφορετικοί μεν αλλά και με πολλά κοινά, όπως αποδείχτηκε και από τη συνεύρεσή τους.
Διαβάστε ένα μικρό απόσπασμα από τη συνέντευξη ΛΕΞ και Παύλου Παυλίδη, έχει ενδιαφέρον
ΠΑΥΛΙΔΗΣ: Στον ΛΕΞ βλέπω μια καινούργια γενιά που καταφέρνει να βάζει την πραγματικότητα που ζει μέσα σε τρία, τέσσερα, πέντε λεπτά με έναν τρόπο ικανό να με συγκινήσει, ακόμα και να με συνταράξει. Μου αρέσει που ανοίγει ένα νέο παράθυρο και μπορώ να δω τον κόσμο μέσα από κει. Δεν αισθάνομαι πως το χιπ χοπ είναι κάτι καινούργιο που με προσπέρασε, αλλά κάτι που με ιντριγκάρει να μπω, να επηρεαστώ και να νιώσω σαν να με παίρνουν από το χέρι και να μου λένε «κοίτα, γίνεται κι έτσι». Κι αυτό είναι το πιο ωραίο συναίσθημα, όταν τριάντα χρόνια παλεύεις για τα τραγούδια. Τα τραγούδια δεν είναι ένα πεντάλεπτο και τελείωσε ύστερα. Αλλάζει ο κόσμος, κύριε, αλλάζει ο κόσμος.
ΛΕΞ: Στον Παυλίδη βλέπω τον εκπρόσωπο μιας γενιάς που άνοιξε τον δρόμο. Στη μουσική του αναγνωρίζω μια ποιότητα – ποιότητα χωρίς εισαγωγικά. Δημιουργείται ένα σύμπαν, παρουσιάζει μια αισιοδοξία.
ΠΑΥΛΙΔΗΣ: [γελάει] Πρώτη φορά το ακούω αυτό.
ΛΕΞ: Κι όμως, βρίσκω μια αισιοδοξία, ίσως γιατί προέρχομαι από πιο σκοτεινά ακούσματα. Μια αισιοδοξία, όχι της αφέλειας, φυσικά, του «όλα είναι καλά, πάμε παρακάτω». Είναι μουσική road trip που μιλάει για τα δέντρα, για τ’ αστέρια, μουσική που διαθέτει urban εφαρμογή. Έχω επηρεαστεί από τον Παύλο ακόμα και ασυνείδητα. Είναι οι πρώτες μουσικές που έμαθα απέξω. Δεν σβήνει.
ΠΑΥΛΙΔΗΣ: Χαίρομαι γι’ αυτό που λέει ο ΛΕΞ, γιατί σκεφτόμουν ποια είναι η διαφορά που έχει το δικό μου παράθυρο από το δικό του. Διάλεξα να μιλήσω για τα δέντρα. «Είναι ωραία τα παλιά μεγάλα δέντρα/ στέκονται δίπλα στο ποτάμι και κοιτάνε/ δίπλα τους παίζουν τα παιδιά και τραγουδάνε /τα δέντρα ακούνε και δεν βγάζουνε κουβέντα». Περιέγραφα τον τρόπο που αισθάνθηκα όταν με κοίταξε για τελευταία φορά ο παππούς μου. Πολύ χαίρομαι που διάλεξε τη συγκεκριμένη λέξη, γιατί αυτά τα δέντρα για μένα είναι ένα πολύ αστικό τοπίο· στην ουσία κοιτάς έναν ηλικιωμένο άνθρωπο. Η γενιά μου είναι σαν να έλαβε ένα γράμμα από τους παλιούς ποιητές που ήταν πιο λυρικοί. Αισθάνομαι, ακόμα και τώρα που μεγάλωσα, ότι θέλω να τους απαντήσω με τον δικό τους τρόπο· να τους ευχαριστήσω κρατώντας κάτι από την τεχνοτροπία τους. Χαίρομαι που δεν το χρειάζεται αυτό πια η νέα γενιά και καλά κάνει.