(Αποχαιρετισμός στον αιώνιο Παρτιζάνο. Αντί για λουλούδια, ένα μπουκέτο στίχοι του Ελύτη)
06 Απριλίου 2020Κάπου κάπου, στο άλλοτε βραδύ, άλλοτε υπερσυμπυκνωμένο, μα πάντοτε απρόσκοπτο διάβα των αιώνων, απ’ τ’ άχρονα σπλάχνα της ανθρωπότητας ξεπετιέται μια φύτρα πεισματάρικη και τόσο σπάνια, που δεν αποδεικνύεται μοναχά ιστορική, αλλά γίνεται η ίδια Ιστορία ζώσα. Στη σύγχρονη Ελλάδα, η φύτρα αυτή ήταν ο Μανώλης Γλέζος.
[«Κει τους απάλλαξε ο Καιρός. Η φτερούγα η μια, η πιο κόκκινη, /κάλυψε τον κόσμο, την ώρα που η άλλη, αβρή, σάλευε κιόλας μες στο διάστημα»]
Σταθμός στη ζωή του, σταθμός στην ελληνική και παγκόσμια ιστορία, εκείνη του η πράξη, στην οποία προέβη με τον φίλο και σύντροφό του Λάκη Σάντα: η υποστολή του μιαρού ναζιστικού συμβόλου από τον Ιερό Βράχο της Δημοκρατίας • ως «αποκοτιά» θα την απέρριπταν προκαταβολικά και μετά βδελυγμίας οι απανταχού θιασώτες του «ρεαλισμού», αν κάποιος είχε τότε ζητήσει τη γνώμη τους. Μα, στην Ιστορία, ορόσημα είναι εκείνοι που νωρίς εβγαίνουνε «καταμπροστά στον ήλιο, με πάνου ως κάτου απλωμένη την αφοβιά σαν σημαία».
Ωστόσο, ο Γλέζος έγινε θρύλος εν ζωή, όχι «μόνο» για το κατέβασμα της σβάστικας. Με πείσμα όμοιο μ’ ασμυριγλένια πέτρα απ’ τα ορυχεία του χωριού του, τ’ Απεραθιού της Νάξου (μια τέτοια πέτρα πήρε μαζί του), κατόρθωσε κάτι φοβερό: να μην τον μετατρέψουν σε «μνημείο». «Όλη μου τη ζωή προσπάθησαν να με κάνουν μνημείο για να πάψω να μιλάω. Δεν είμαι άγαλμα ή πίνακας, και μιλώ συνέχεια», είχε πει σε συνέντευξή του στη «Monde».
Τα μνημεία και τα σύμβολα τα ξαντεριάζει η εξουσία• τα ξεπουλά όσο όσο μαζί με άπατρι «πατριωτισμό» με τη σέσουλα. Ο Μανώλης Γλέζος, όμως, επέλεξε συνειδητά να «οξειδωθεί μες στη νοτιά των ανθρώπων». Έγινε η βαδίζουσα πραγμάτωση ενός οξυμώρου: ένας χοϊκός Ήρωας, π’ «ορυχεία βάθαινε και τους ουρανούς εργαζόταν».
Γι’ αυτό και ήταν πολύ «άβολος» για να αντιμετωπίζεται επίσημα από εξουσία και κομματικές γραφειοκρατίες ως εθνικός ήρωας. Αν τον είχε βρει το βόλι νωρίς, όπως τον Τσε Γκεβάρα (τον οποίο είχε κιόλας γνωρίσει προσωπικά), θωκοκατέχοντες και θωκολάγνοι θα τον κότσαραν βολικό άλλοθι στον λόγο και τις πράξεις τους, κάπως πιο ξαλαφρωμένοι για το λίγο τους.
[«Της πατρίδας μου πάλι ομοιώθηκα/ Μες στις πέτρες άνθισα και μεγάλωσα/ Των φονιάδων το αίμα με φως/ ξεπληρώνω»]
Όμως, ο Μανώλης Γλέζος αγωνιζόταν ακαταπόνητα, χωρίς ανάσα, «να μη σβήσουν τα καντήλια της μνήμης», όπως έλεγε. Όλη του τη ζωή, μια γροθιά υψωμένη ενάντια στον φασισμό και την καταπίεση, φλάμπουρο κοινωνικής δικαιοσύνης και δημοκρατίας. Μοχθούσε για τη δικαίωση εκείνων των μανάδων της Κατοχής, μαζί και της δικής του (που η Χούντα δεν τον άφησε να πάει στην κηδεία της), «που κρέμαγαν τα δάκρυά τους/ στις πόρτες των φυλακών/ και πέτρωναν τον πόνο τους/ σε σταλαγμιτικές στάλες/ ακατάλυτους παραστάτες μνήμης/ στους τόπους των εκτελέσεων των παιδιών τους» (αφιέρωση στο βιβλίο του «Εθνική Αντίσταση 1940-1945). Μοχθούσε για τη δικαίωση των συντρόφων του που χάθηκαν – μαζί και του αδελφού του, Νίκου.
Θήτευσε από κοινοτάρχης στ’ Απεράθου, το χωριό του, όπου εφάρμοσε την άμεση δημοκρατία, μέχρι την ελληνική Βουλή και το Ευρωκοινοβούλιο, χωρίς ν’ αγκυλωθεί ποτέ σε θώκο. Θύμιζε την κοινή ρίζα πόλεως-πολίτη-πολιτισμού. Πυρπολούσε τα μυαλά των νέων στα εκατοντάδες σχολειά που επισκέφθηκε «ν’ αμφισβητούν τα πάντα». «Όσο λέτε ότι μ’ έχετε ανάγκη δεν κάνετε τίποτα», βροντοφώναζε στις πλατείες το 2011. Αντί να φορά τις παντόφλες του, στα 88 του τον ψέκαζαν τα ΜΑΤ - και μετά καλούσε τον αστυνομικό να συζητήσουν γιατί το έκανε. Όταν ο λαός διαδήλωνε τρέποντας σε φυγή τους επισήμους στις παρελάσεις το 2012, δήλωνε πως «αποκαταστάθηκε το πραγματικό νόημα της 28ης Οκτωβρίου, οι θεσμοί του λαού παρήλασαν μπροστά στο λαό». «Αντισταθείτε» μας προέτρεπε ξανά με το ομώνυμο έργο του το 2017. Αγωνιζόταν για να λάβει η Ελλάδα τις γερμανικές επανορθώσεις «ως εγγύηση ότι οι Γερμανοί δεν θα ξανακάνουν τα ίδια», κι όταν παρεμποδίστηκε ο Γερμανός πρέσβης να καταθέσει στεφάνι στο Δίστομο, τον συνέδραμε παίρνοντάς τον κυριολεκτικά από το χέρι – γιατί «τα παιδιά των εγκληματιών δεν ευθύνονται για τα εγκλήματα των γονιών τους».
Βρισκόταν κυριολεκτικά παντού, όπου διακυβευόταν τα δίκαια του Ανθρώπου, από την Παλαιστίνη και το Ιράκ μέχρι τη Γένοβα της αντι-παγκοσμιοποίησης και τις πλατείες του 2011• πλάι στις καθαρίστριες του υπουργείου Οικονομικών και τη Μάγδα Φύσσα αλλά και πλάι στον Τζούλιαν Ασάντζ (μόλις τον Δεκέμβριο υπέγραψε ψήφισμα-έκκληση προς τον αρχιεπίσκοπο του Καντερμπέρι να στηρίξει την απελευθέρωσή του).
Αντι-ήρωας ήρωας, πολέμιος κάθε προσωπολατρείας, αθεράπευτος νεφεληγερέτης δημοκρατικού έθους και ήθους. «Στο χωριό μου έμαθα αυτό το πράγμα το μεγάλο: ό,τι μου λένε με διαταγή, να λέω όχι».
Η εξουσία, η επίσημη Πολιτεία δεν τον τίμησαν ποτέ όπως έπρεπε. Το ασυμβίβαστό του και η ίδια η πορεία της ζωής του χαλούσε το βολικό αφήγημα που ήθελε τη σημαία στα χέρια εκείνων που συνεργάστηκαν με τον κατακτητή κι εκείνων που την ξεπουλούν στα διάφορα γιουσουρούμ ανά τους αιώνες. Για τον θάνατό του κυμάτιζε μεσίστια η γαλανόλευκη στην Ακρόπολη. Εθνικό πένθος, όμως, δεν κηρύχτηκε. Και για τα δελτία ειδήσεων, ο θάνατός του –ξεδιάντροπα– δεν κρίθηκε πρώτο θέμα.
Στον «τοίχο», βέβαια, τον έστησαν και κομματικές γραφειοκρατίες, καθώς, βαθύγνωμος και παρρησιαστικός, ήταν οδοδείκτης του καιρού μας, όχι ανεμοδείκτης• δεν καταδέχτηκε ποτέ «να υποτάξει την ιδεολογία του στην ανάγκη» ̶ ούτε κάποτε για να σώσει την ίδια του τη ζωή, πόσο μάλλον για να εξυπηρετήσει κάποιο «παραστράτημα» ενός αφηγήματος. Δεν ήταν τυχαία γνωστός στη Λαϊκή Δημοκρατία της Γερμανίας ως «unbequemer Genosse» (ο «άβολος σύντροφος»). Καταδίκασε απερίφραστα, κόντρα στην κομματική γραμμή, από τη σοβιετική εισβολή στην Τσεχοσλοβακία το 1968 μέχρι την ενδιάμεση συμφωνία επί ΣΥΡΙΖΑ το 2015 γιατί «ανάμεσα σε καταπιεστή και καταπιεζόμενο δεν μπορεί να υπάρχει συμβιβασμός, λύση είναι μόνο η Λευτεριά» - και ζήτησε συγγνώμη από τον ελληνικό λαό που συνήργησε «σε αυτή την ψευδαίσθηση».
Κι έτσι, η μία εφημερίδα που κάποτε διηύθυνε εξαπέλυσε ανίερα πυρά εναντίον του για την καταδίκη των «αριστερών» μνημονίων, και η άλλη ανήγγειλε τον θάνατό του σε μίζερο λειψό μονόστηλο χωρίς φωτογραφία.
(Φωτογραφία: Βαγγέλης Ρασσιάς)
Όμως, εκείνοι που βαδίζουν μέχρι την τελευταία τους πνοή ολόρθοι, με την ψυχή στο κούτελο, το φως στο βλέμμα και μια καρδιά αιώνια άνοιξη, διαθέτουν μια αβίαστη και διαχρονικά αδάμαστη ικανότητα:
[«Μήτε η ώρα δώδεκα χτυπώντας μες στα έγκατα, μήτε η φωνή του Πόλου κατακόρυφα πέφτοντας, αναιρούσανε τα βήματά τους»]
Να φωλιάζουν βαθιά και αναπόδραστα στη συλλογική συνείδηση και την Ιστορία ως ακαταπόνητοι κυματοθραύστες της αδικίας, αδάμαστοι προφήτες ανθρώπινων καιρών, καθάριοι σαν διαμάντι, αληθινοί κι αειθαλείς ήρωες, Εθνικός και Πανανθρώπινος Ύμνος.
[«Μακάριοι, λέγω, οι δυνατοί που αποκρυπτογραφούνε το Άσπιλο»]
Γι’ αυτό κι ο λυγμός του ελληνικού λαού για τούτο τον θάνατο, αν και βουβός λόγω της τραγικής συγκυρίας, έφτασε μέχρι τον Άδη και τον τάραξε.
Καλό σου ταξίδι, Καπετάνιε μας. Ολόκληρη δρακογενιά μονάχος σου.
[«Επυροβόλησα την ερημιά με κόκκινο!/ Είπα: δεν θα ναι η μαχαιριά/ βαθύτερη από την κραυγή/ Κι είπα: δε θα ναι το Άδικο τιμιότερο απ’ το αίμα!»]
Είχες πει, «κι αν πεθάνω, θα σας κυνηγάει η ύπαρξή μου για να κάνετε αυτά που πρέπει». Να μας θωρείς, λοιπόν, από κει ψηλά, απ’ τα αιώνια κορφοβούνια της Ιστορίας, όπου ροβόλησες ν’ ανταμώσεις τους συντρόφους σου, και να μας ρίχνεις τη Σκιά σου, να μπορούμε να βλέπουμε ξάστερα.
[«Και θα λάβουνε τα όνειρα εκδίκηση, και θα σπείρουνε γενεές στους αιώνες των αιώνων»]
Μανώλης Γλέζος. Εσαεί παρών.
Οδυσσέας Ελύτης, Έξι και μία τύψεις για τον ουρανό, Ο Ύπνος των Γενναίων
Οδυσσέας Ελύτης, Άξιον Εστί, Ανάγνωσμα Τρίτο, Η Μεγάλη Έξοδος
Οδυσσέας Ελύτης, Άξιον Εστί, Ανάγνωσμα Πέμπτο, Η Αυλή των Προβάτων, ι’).
Οδυσσέας Ελύτης, Άξιον Εστί, Ανάγνωσμα Πέμπτο, Η Αυλή των Προβάτων, ι’).
Οδυσσέας Ελύτης, Άξιον Εστί, Ανάγνωσμα Πέμπτο, Η Αυλή των Προβάτων, ι’
Οδυσσέας Ελύτης, Έξι και μία τύψεις για τον ουρανό, Ο Ύπνος των Γενναίων
Οδυσσέας Ελύτης Άξιον Εστί, Προφητικόν, ΙΗ’
Οδυσσέας Ελύτης, Άξιον Εστί, Τα Πάθη, γ’
Οδυσσέας Ελύτης, Άξιον Εστί, Ανάγνωσμα Έκτο, Προφητικόν