Εάν ο δύσμορφος Κουασιμόδος δεν είχε αφεθεί να πεθάνει δίπλα στην αγαπημένη του Εσμεράλδα, τότε, δις δύσμοιρος, μάλλον θα καιγόταν ζωντανός την αποφράδα αυτή Δευτέρα, προσπαθώντας να σώσει τις λατρεμένες του καμπάνες.
17 Απριλίου 2019Επειδή, αν και μονόφθαλμος από την παραμόρφωση, ωστόσο θα έβλεπε πολύ πιο καθαρά από τα θεότυφλα ελληνικά κανάλια και από εκείνους που αναφέρθηκαν σε «καμένα ντουβάρια» ότι, μαζί με το καμπαναριό της εμβληματικής Παναγίας των Παρισίων, σωριάστηκε σε στάχτες ένα κομμάτι από την ψυχή της ανθρωπότητας.
Γιατί στην Ψωροκώσταινα, για τα πανελλαδικής εμβέλειας κανάλια, δεν συνέβαινε απολύτως τίποτε που να μας επιτρέπει να αναληφθούμε από το μακάριο τηλεοπτικό βόθρο μας. Μια απλή αναφορά στην πυρκαγιά στην Παναγία των Παρισίων κρίθηκε αρκετή. Δεν καίγονταν, δα, και τίποτε κάδοι απορριμμάτων στα Εξάρχεια για να έχουμε ολονύχτιες ζωντανές συνδέσεις, ρεπορτάζ για ιπτάμενους μολότοφ-φόρους δράκους και αναλύσεις από αποστειρωμένους ημιμαθείς «επαΐοντες». Δεν είχαμε καν το βρακί της κυρα-Μπεπανθούλας ή το πατίνι του Ασάντζ!
Ούτε, όμως, η γελοιότητα των ελληνικών καναλιών ούτε η «αστυνομία συγκίνησης» στα σόσιαλ μίντια που μας εγκαλούσε γιατί «κλαίμε για ντουβάρια, αλλά (συμπέραιναν) όχι για… (συμπληρώστε ελεύθερα)» κατάφεραν να επισκιάσουν το πανανθρώπινο συναίσθημα από την εικόνα του φλεγόμενου μνημείου.
Κι αυτό, γιατί η Παναγία των Παρισίων δεν είναι μόνο το υπέροχο οικοδόμημα, που έσυρε μια κρύα νύχτα στα σκαλιά της τον Προυστ κουκουλωμένο με γούνινο πανωφόρι να θαυμάζει επί δύο ώρες την πύλη της Αγίας Άννας• που έφερνε εκεί τον Φρόιντ, την εποχή που εργαζόταν στο νοσοκομείο Salpêtrière, σε κάθε ελεύθερο απόγευμά του• που έκανε ακόμα και τον ναζί αξιωματικό στην ταινία «Η Νύχτα πριν Πέσει το Παρίσι» να πειστεί από τον Σουηδό πρόξενο ότι δεν πρέπει να καταστρέψει την πόλη, για να σωθεί η Παναγία των Παρισίων• και που, κυρίως, έβαλε φωτιά στην πένα του Ουγκώ, ο οποίος έγραψε το ομώνυμο μυθιστόρημα για να ευαισθητοποιήσει τους συγχρόνους του για τη μοίρα του οικοδομήματος – και έτσι αυτό γλίστρησε τόσο αληθινά στις καρδιές των ανθρώπων ως μαγευτικό και μαγικό καταφύγιο κατατρεγμένων.
Η Παναγία των Παρισίων είναι όλα αυτά μαζί και κάτι παραπάνω:
Στο μυθιστόρημά του (βιβλίο 5, κεφ. 2), ο Ουγκώ, με αφορμή τον αφορισμό του δικαστή Φρόλο ότι η εφεύρεση της τυπογραφίας θα σκοτώσει τον ναό (δηλαδή την αρχιτεκτονική), εξηγεί γιατί η αρχιτεκτονική είναι «το μεγάλο βιβλίο της ανθρωπότητας, η πρωταρχική έκφραση του ανθρώπου στα διαφορετικά στάδια της εξέλιξής του…». Και πώς, όταν η μνήμη από τις πρώτες φυλές «άρχισε να υπερφορτώνεται» με κίνδυνο να χαθεί, «οι άνθρωποι την έγραψαν στο έδαφος με τον πιο εμφανή, ανθεκτικό και φυσικό τρόπο. Σφράγισαν κάθε παράδοση κάτω από ένα μνημείο».
Όμως –συνεχίζει ο Ουγκώ- το κάθε μνημείο δεν περιχαρακώνεται στην παράδοση από την οποία ξεπήδησε: «Οι παραδόσεις ανέδειξαν σύμβολα κάτω από τα οποία αυτές εξαφανίστηκαν, όπως εξαφανίζεται ο κορμός του δέντρου κάτω από το φύλλωμά του (…) Το σύμβολο ένιωθε πως πρέπει να επεκταθεί στο οικοδόμημα. Και τότε η αρχιτεκτονική επεκτάθηκε κατ’ αναλογία με την ανθρώπινη σκέψη. Έγινε ένας γίγαντας με χίλια κεφάλια και χίλια χέρια, και μετουσίωσε όλον αυτό τον αιωρούμενο συμβολισμό σε μια αιώνια, ορατή και απτή φόρμα…»
Από την αρχαιότερη, λοιπόν, παγόδα της Ινδίας μέχρι τον καθεδρικό της Κολωνίας, «η αρχιτεκτονική ήταν τα σπουδαία χειρόγραφα της ανθρωπότητας». Πρόκειται, όμως, για ένα «βιβλίο», που, αν και συχνά γράφτηκε με θρησκευτική αφορμή, «δεν ανήκει πια στον παπά ή τη θρησκεία ή τη Ρώμη», αλλά «είναι ιδιοκτησία της ποίησης, της φαντασίας, του λαού». Γιατί, η αρχιτεκτονική υπήρξε ένας τρόπος να απελευθερωθεί η σκέψη, που δεν γραφόταν ποτέ ολόκληρη, παρά μόνο σε βιβλία που ονομάζονταν κτίρια (…) Έτσι προέκυψε και ο τεράστιος αριθμός καθεδρικών ναών που πλημμύρισε την Ευρώπη».
Και η Παναγία των Παρισιών, πληγιασμένη και από άλλες εποχές (εξέγερση των Ουγενότων, Γαλλική Επανάσταση, παρεμβάσεις βασιλιάδων), τον επιβεβαιώνει. Χαρακτηριστικό παράδειγμα, ότι ο Εζέν Βιολέ λε Ντικ, που ανέλαβε την αποκατάσταση του ναού το 1845 και εφόσον το μυθιστόρημα του Ουγκώ είχε ξεσηκώσει πλήθος φωνές υπέρ της διάσωσής του, υλοποίησε ένα δικό του όραμα, πέρα από οποιαδήποτε θρησκευτική επιταγή: μεταξύ άλλων, «σκάλισε» μια καινούργια «ιστορία» στο «βιβλίο» του ναού, που περιλάμβανε μορφές, όχι μόνο Αποστόλων, αλλά και μυθικών δαιμονικών πλασμάτων - τα περίφημα γκαργκόιλ.
Να, λοιπόν, γιατί συγκλονιστήκαμε στο θέαμα της φλεγόμενης Παναγίας των Παρισίων. Γιατί, όπως έγραφε και ο Όσκαρ Ουάιλντ («Η Διακοσμητική Τέχνη»), με αφορμή τα γοτθικά κτίρια: «Κοιτάζουμε τα κιονόκρανα των στύλων και τα διακοσμητικά σχέδια των αψίδων και βλέπουμε την εικόνα του προηγουμένου αιώνα και ενώνουμε τα χέρια μαζί του υπερβαίνοντας τη φθορά του χρόνου. Πρέπει απλώς να χρησιμοποιήσεις τα μάτια σου και θα διαβάσεις σε μία ώρα περισσότερα από ό,τι σε μία βδομάδα από ένα βιβλίο».
Να, λοιπόν, γιατί το να συγκινείσαι με τέτοια «ντουβάρια» εμπεριέχει βαθύτατο ανθρωπισμό. Γιατί η τέχνη μπορεί και να αδελφοποιήσει τους ανθρώπους σε μεγάλο βαθμό, όπως συμπλήρωνε ο Ουάιλντ, σημειώνοντας πως «τα εθνικά μίση είναι πιο έντονα εκεί που ο πολιτισμός είναι στο χαμηλότερο επίπεδο του». Γιατί η Τέχνη μας μαθαίνει την Ομορφιά και την Αλήθεια, και, άρα, διδάσκει Ήθος, πριν καν διαμορφώσουμε σκέψη. Κι αυτός ο ανθρωπισμός που διδάσκει η Τέχνη είναι, τελικά, και ο διασώστης του Ανθρώπου.
Βέβαια, τι να πουν όλα αυτά στα κυρίαρχα ελληνικά ΜΜΕ, που περιορίζονται συνήθως στους Καραγκιόζηδες της Ημέρας, τους Γελωτοποιούς του (κάθε) βασιλιά και ένα τεράστιο Βρακί• που σημαίνει με άλλα τόσα τα ξαναφτιάχνεις.
Προς το παρόν, εκείνο που μας ενδιαφέρει να ξαναφτιαχτεί είναι το σπίτι του Κουασιμόδου. Μπορεί να μην είναι ποτέ πια το ίδιο, όμως τουλάχιστον θα φανεί αν η σύγχρονη εποχή μπορεί να ξαναγράψει αξιοπρεπώς κάποιες από τις κατεστραμμένες σελίδες ενός τόσο σπουδαίου «βιβλίου».